μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek
ՈՔՍԻՄԵԼԻ — ( ) NBH 2 0561 Chronological Sequence: 11c Բառ յն. օքսիմէլի. ὁξύμελι . իբր քացախամեղր, մեղրաքացախ. potio e melle et aceto. Օշարակ թթու եւ քաղցր, ի շլորոյ, ի նռանէ եւ այլն. արկեալ իբրեւ համեմ ի կերակուրս եւ յեփոց ձկանց. *Զայլս (ի ձկանց) որակացեալս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՔԱՑԱԽԱԹԱՆ — (ի.) NBH 2 1000 Chronological Sequence: Unknown date գ. ὁξύμελι potio a melle et aceto, acetum mulsum. իտ. aceto melato, ossimele. Օշարակ բժշկական ʼի մեղրէ եւ ʼիքացախէ՝ խառն ընդ աղի եւ ջրոյ. (յն. օքսի՛մէլի, մեղրաքացախ.) *Ոքսիմեղի, քացախաթան.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)